- κυριευτικός
- κυριευτικός, -ή, -όν (Α) [κυριεύω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριότητα, στα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Επιρρ. κυριευτικῶς (Α)με πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυριευτικόν — κυριευτικός concerning rights of property masc acc sg κυριευτικός concerning rights of property neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριευτικῆς — κυριευτικός concerning rights of property fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριευτικήν — κυριευτικός concerning rights of property fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)